του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Είναι αλήθεια και αφορά πολλούς υπευθύνους παραστατικών χώρων, urbi et orbi, που η ανάληψη των καθηκόντων τους συνέπεσε με την εκδήλωση της πανδημίας, ότι στερήθηκαν της ζωτικής για οποιαδήποτε παρόμοια θητεία ευκαιρίας να αναβαπτίσουν την επικαιρότητα της διοικητικής παρουσίας τους μέσα από δείγματα της -συνήθως καλλιτεχνικής- διαδρομής τους. Στους ελληνικούς δημόσιους οργανισμούς τέχνης, όπως το Μέγαρο Μουσικής, η μόλις προηγηθείσα κυβερνητική μεταβολή συνέτεινε έτι περαιτέρω ώστε η έναρξη της τρέχουσας καλλιτεχνικής περιόδου, επιτέλους με δυνατότητα φυσικής παρουσίας κοινού, να αποτελεί για νέους ιθύνοντες την κατ’ ουσίαν «παρθενική» τους ευκαιρία για παρουσίαση από τη νέα τους θέση. Στο πλαίσιο αυτό αντιμετωπίζουμε και την συναυλία της 6ης Οκτωβρίου, την οποία ο Γιάννης Βακαρέλης αξιοποίησε, με την χαρακτηριστική σεμνότητα που εδώ και δεκαετίες τού πιστώνει ο χώρος, προκειμένου να μοιρασθεί με 3 ακόμη εξέχοντες δεξιοτέχνες του πιάνου σε ένα πρόγραμμα, η πολυτελής στελέχωση του οποίου καθιστά την παρακολούθησή του κυριολεκτικά δυσεύρετη ευκαιρία.
Το εγχείρημα υπήρξε τολμηρό, με δεδομένο μάλιστα ότι η σώρευση πληκτροφόρων αντιμετωπίζεται συχνά όσο και αβασάνιστα ως αντιστρόφως ανάλογη του μουσικού βάθους των παρουσιαζόμενων συνθέσεων. Ομολογουμένως δε, ακόμη και σε πλαίσιο τόσο επιμελημένης επιλογής μεταγραφών και συμπράξεων, η τόσο πρωτότυπη αυτή συναυλία κατέγραψε όρια σε σχέση με την προπαρασκευή υποδοχής της από τον «σεσημασμένο» φιλόμουσο. Μολαταύτα, και ο πλέον δύσπιστος εντυπωσιάσθηκε από την αποφυγή βροντώδους πληθωρικότητας που επέτυχε η συμπαράταξη του Βακαρέλη με τον Κυπριανό Κατσαρή, τον Γιώργο Εμμανουήλ Λαζαρίδη και τον Αχιλλέα Γουάστωρ στην εισαγωγή από τον βαγκνερικό «Ταγχώυζερ» τού -οικείου ως διασκευαστή- συνθέτη Carl Burchard (1818-1896), παρά τις στιγμιαίες ελλείψεις συγχρονισμού στην κορύφωσή της.
Το ημερολογιακά φθινοπωρινό άλμα στην «Άνοιξη» του Βιβάλντι αποδείχθηκε λιγότερο ριψοκίνδυνο του αναμενομένου, χάρη και στην ενδιαφέρουσα μεταγραφή από τον χαρισματικό και φευ πρόωρα χαμένο Νικόλα Οικονόμου, υπηρετήθηκε δε με αβρό διάλογο δακτυλικής δροσιάς και κομψότητας από το κουαρτέτο των κορυφαίων ερμηνευτών. Ιδιαίτερα μάς άγγιξαν οι σχεδόν «χατζηδακικές» αναχωρήσεις του λάργκο και οι χωρίς ρομαντικό πλατειασμό ή υποστολή του ανοιξιάτικου νεύρου εξωτερικές κινήσεις. Η «Φαντασία Κάρμεν» (με προσθήκη αρκετής Arlesienne) κατέδειξε επηρεασμό του μεταγραφέα Γουάστωρ από την αποδομητική ματιά του Ραβέλ για το «Βαλς» του. Του ιδίου ακολούθησε η πιο «ορθόδοξη» μεταγραφή τής σουίτας μπαλέτου «Αλέξης Ζορμπάς» του Θεοδωράκη, που εμφανώς «άγγιξε» το κοινό. Η ομοιογένεια του ηχητικού αποτελέσματος των τεσσάρων για το «Rákóczi March» του Λιστ αποτέλεσε ξεχωριστή απόλαυση. Η χορογραφία του Κωνσταντίνου Ρήγου ενίσχυσε οπτικά την μεταγραφή τού «Bolero» του Ραβέλ από τον εκδότη και δημοσιογράφο Jacques Drillon, ολοκληρώνοντας θεαματικά το επίσημο πρόγραμμα. Κρατούμε τρυφερά στη μνήμη μας τη γενναιόδωρη από σκηνής αναγνώριση του Γουάστωρ ως μεταγραφέα από τον μεγάλο Κατσαρή, πριν από την ανταμοιβή των επευφημιών του κοινού με συνοπτική μεταγραφή του πρώτου για τον δημοφιλή «Χορό των σπαθιών» από το μπαλέτο «Γκαγιανέ» του Αράμ Χατσατουριάν που περάτωσε οριστικά το πανηγυρικό γεγονός…