Γκαλά όπερας στο Ηρώδειο από την Εθνική Λυρική Σκηνή

81

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

        Η τήρηση αποστάσεων ως το πρωταρχικό μέσο αμύνης στην έρπουσα επέλαση του κορωνοϊού έπληξε καίρια τον απανταχού προγραμματισμό των μουσικών παραστατικών και συναυλιακών εκδηλώσεων, προορισμένων σε μεγάλο μέρος τους για σχηματισμούς περισσότερο φιλόδοξους του «δωματίου». Μια από τις λίγες απόπειρες βιώσιμης υπέρβασης των δεδομένων αυτής της ιδιάζουσας πραγματικότητας, ενδεικτική όμως και των ορίων της, αποτέλεσε η παράσταση του «Ριγκολέττο» από τις δυνάμεις του Τεάτρο Ντελ Όπερα της Ρώμης στον -υπό κανονικές συνθήκες- πλέον των 5000 θέσεων ανοικτό χώρο του Circo Massimo της «Αιωνίας Πόλεως». Με πληρότητα 50 % και με αναπόφευκτη ενίσχυση ήχου και εικόνας, ο Damiano Michieletto, en vogue όνομα της νεότερης γενιάς Ιταλών σκηνοθετών, ακροβόλισε μονωδούς, χορωδούς και κομπάρσους σε κάθε πιθανή ασφαλή απόσταση αναμεταξύ τους και τους εγκατέστησε εμπρός από διάσπαρτα και ενίοτε ογκώδη οχήματα, ώστε να γεφυρώνονται τα αδυσώπητα χάσματα της αχανούς σκηνής. Ούτε η παρακολούθηση από τους τηλεοπτικούς δέκτες όμως επέτυχε να ελαττώσει δραστικά την πρωτόγνωρη αίσθηση σκηνικής αποξένωσης, αν και οι επευφημίες του φυσικά παρόντος κοινού ασφαλώς συνηγορούσαν περί του αντιθέτου.

       Για την Εθνική Λυρική Σκηνή το Ωδείον Ηρώδου του Αττικού  αποτελεί πραγματικό δώρο, εν πρώτοις επειδή ψυχολογικά παραπέμπει σε αθηναϊκή κανονικότητα δεκαετιών, ως ο κατ’ εξοχήν θερινός παραστατικός χώρος για τη σοβαρά μουσική και την όπερα. Αποτελώντας ένα παγκοσμίως μοναδικής υποβλητικότητας σκηνικό σύμπλεγμα με την υπερκείμενη Ακρόπολη, καθιστά, στη δική μας αντίληψη, διαχρονικά περιττή κάθε σκηνογραφική κάλυψή του. Μια τολμηρή ΕΛΣ θα μπορούσε να εξοικονομεί εκατομμύρια, περιοριζόμενη σε χρήση φωτισμών και ιστορικά πιστή ενδυματολογία και αφήνοντας τη φαντασία του θεατή να αναπληρώνει κάθε φορά τον Άγιο Ανδρέα ή το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο της «Τόσκα», το Ναγκασάκι της Μπατερφλάυ ή το δουκικό ανάκτορο του «Ριγκολέττο» μέσα από το αφηρημένο αλλά και στιβαρό μνημειακό δεδομένο.

       Υπό συνθήκες πανδημίας, οι ούτως ή άλλως από ετών  ελάχιστα ευφάνταστες επιλογές προγραμματισμένων θερινών παραστάσεων αντικαταστάθηκαν με 2 «γκαλά» όπερας, στις 26 και 28 Ιουλίου. Συνδετικός κρίκος των συναυλιών με τις παραστάσεις ήταν η συμμετοχή πρωταγωνιστών των τελευταίων στις 2 βραδιές, αμφότερες υπό τη μπαγκέτα του εξαιρετικά έμπειρου στην όπερα αρχιμουσικού Pier Giorgio Morandi. Με δεκαετή θητεία πρώτου όμποε στην ορχήστρα της Σκάλα του Μιλάνου, σπουδές σύνθεσης στο Ωδείο «Τζ. Βέρντι»  και διεύθυνσης ορχήστρας στο Ζάλτσμπουργκ, πλάι στον θρυλικό Φέρντιναντ Λάιτνερ, ο Μοράντι υπήρξε βοηθός του Ρικάρντο Μούτι και του Τζουζέππε Πατανέ, μαέστρους αφοσιωμένους με ισόβιο πάθος στην ερμηνευτική ύψωση και αποκατάσταση του Ιταλικού ρεπερτορίου. Οι βιογραφικές του προϋποθέσεις, καθώς και οι μετακλήσεις του στη Μετ, προετοίμαζαν για την μουσικά ακέραια, αναλυτική και αφηγηματική διεύθυνσή του, που αποστράφηκε τον εντυπωσιασμό και όχι μόνον στήριξε με χαρακτηριστικά χαλαρή ασφάλεια τους επιφανείς μονωδούς, αλλά και ανέδειξε ποιότητες γραφής σε χιλιοπαιγμένες ορχηστρικές σελίδες, όπως κατ΄εξοχήν η εισαγωγή στον «Ναμπούκο», της οποίας ανέδειξε με δυσεύρετη ευαισθησία και ακρίβεια το μουσικό ενδιαφέρον.

Σημαντική υποσημείωση: Η αντεστραμμένη απεικόνιση του Ηρωδείου στον συνοδευτικό προγραμματικό τόμο του Φεστιβάλ αποτέλεσε το έναυσμα για το πρώτο ίσως όντως «ανατρεπτικό» σχέδιο στην μακρά και πολυσχιδή θητεία της αγαπημένης φίλης και συνεργάτιδος Έλλης Σολομωνίδου – Μπαλάνου, που άδραξε με χιούμορ την ευκαιρία μιας ευπρεπούς διαμαρτυρίας, μετά από συζήτησή μας από τις θέσεις μας για την παρακολούθηση της συναυλίας. Η ιστοσελίδα μας την ευχαριστεί ιδιαιτέρως για το ακριβό, αποκλειστικό  προνόμιο δημοσιεύσεως αυτού του μοναδικού δείγματος της ώριμης τέχνης της.

ΕΛΣ στο Ηρώδειο, μαέστρος G. Morandi, C. Stoyanova, Ηρώδειο, 2020 – σχέδιο της Έλλης Σολομωνίδου – Μπαλάνου