Ποδαρικό τής ΚΟΑ με Χάυντν και Μότσαρτ από τον Μιχαήλ Πλετνιώφ

1

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

Ποδαρικό τής ΚΟΑ με Χάυντν και Μότσαρτ από τον Μιχαήλ Πλετνιώφ

«Σε χριστουγεννιάτικο ακόμη περιβάλλον, η αίθουσα γέμισε από την μοτσάρτεια ανεμελιά τής έναρξης τού κοντσέρτου» σημειώναμε χωρίς ακριβή ενημέρωση για το πρόγραμμα τής πρώτης συναυλίας τής Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών τού έτους 2024, έκθετοι στην εν τω μεταξύ εξάντληση τού δωρεάν διανεμόμενου συνοδευτικού δελταρίου, αλλά και στη συνειρμική (ψευδ)αίσθηση αναγνώρισης τής πατρότητας τής σύνθεσης που εγκαινίασε το γεγονός αυτής τής πρώτης Παρασκευής ενός νέου χρόνου. Μόλις μετά το πέρας τού πρώτου από τα δύο κοντσέρτα, που ο φιλοξενούμενος σολίστ Mikhail Pletnev ερμήνευσε πριν το διάλειμμα, συνειδητοποιήσαμε ότι ανήκε στη γραφίδα τού Franzjosef Haydn. Και όπως αποδεικνύεται όχι τυχαία. Όπως κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν η επιλογή αυτού τού διανοητή ανάμεσα στους συμπατριώτες πιανίστες τής γενιάς του να αντιπαραθέσει το ύστατο και ευρύτερα διαδεδομένο 11ο κοντσέρτο τού Χάυντν, σε ρε μείζονα, τού έτους 1784, με το 24ο εκείνο που ο W.A.Mozart παρουσίασε το 1786. Οι δύο, συνδεόμενοι από ετών με βαθιά εκτίμηση και ελεύθερο φθόνου θαυμασμό, είχαν (μάλλον) συναντηθεί στις 23 Δεκεμβρίου 1783 και, λίγο αργότερα, ο Μότσαρτ αφιέρωνε στον «πατερούλη Χάυντν», όπως τον αποκάλεσε, 6 κουαρτέτα εγχόρδων.

Σε τόσο σπάνιο πλαίσιο καθολικής καλλιτεχνικής επίγνωσης, έγχορδα και ξύλινα τής Κρατικής μας, υπό τον πειθαρχικά συνεργατικό Philippe Auguin, έστρωσαν το χαλί  στον Ρώσο mozartien, ιδιαίτερου διαμετρήματος ήδη από τούς σποραδικούς  νεανικούς σοβιετικούς δίσκους του, βαρυσήμαντους τότε και έκτοτε, ώστε να καταδείξει το μέγεθος τής εκτιμώμενης επιρροής τού νεαρού στον πρεσβύτη. Με χαϊδευτική χρήση τού πεντάλ και κρυστάλλινης καθαρότητας δακτυλισμό, ο Πλετνιώφ συνομίλησε βαθιά με τον μαέστρο, ενώ τη μνήμη μας στοιχειώνει το διερευνητικό βλέμμα του προς το κοινό κατά τη μετάβαση στην καντέντσα τού α’ μέρους. Καθισμένος με την χαρακτηριστική για εκείνον νωχέλεια και οίηση σε κάθισμα με πλάτη, που έφερε μαζί του στην Αθήνα μαζί με το πιάνο του, εξέπεμψε διακριτική αλλά απόλυτη βύθιση στη μουσική, με αδρή όσο και δυσεύρετης εσωτερικότητας διαδρομή τού αργού μέρους, που προσέλαβε μοτσάρτεια διάσταση τραγικότητας. Τα λιγοστά άκαιρα χειροκροτήματα πριν την ανάκρουση τού τελικού rondo all’Ungarese για μια φορά προφανώς προέρχονταν από «ειδήμονες και εραστές», όχι από αυτοαναφορικούς χειροκροτητές τής αντάρας τους.

      «Άχθος αρούρης» παρά ένταση τραγικότητας υπαγόρευσε ο πιανίστας και για την εισαγωγή τού 24ου από τα κοντσέρτα τού Μότσαρτ. Τεράστια η ερημιά στην πρώτη δήλωση τού οργάνου, ρεμβαστικά πονεμένη. Η ανάπτυξη τού α’ μέρους ακολούθησε αυτή την συγκαταβατικά έρπουσα, ελεγειακή διάθεση, είδει πένθιμου εμβατηρίου, ίσως για έναν κόσμο που το προκαλεί και αξίζει. Σε όλη τη διάρκεια τής εκτέλεσης, κατ’ εξοχήν δε στο λαργκέτο, θαύμαζε κανείς (ακόμη περισσότερο αν είχε και ορατότητα τής ταστιέρας) ένα toucher απίστευτης πλαστικότητας, ασφαλές και δυναμικά καλοζυγισμένο. Ένας μουσικός και βιωματικός διάλογος τού πιάνου με κοινό και μουσικούς μυσταγωγικής διάστασης και καθολικά συμμετοχικής συνέργειας. Μετά από παρόμοιο επίπεδο, ακόμη και η «Μεγάλη σε ντο μείζονα» συμφωνία ενός Σούμπερτ περίττευσε…