«Οι παίκτες», του Nikolaj Gogol

39

 

Σκηνοθεσία – Μετάφραση – Διασκευή: Γιώργος Κουτλής

Δραματουργική επεξεργασία: Βασίλης Μαγουλιώτης

Σκηνικά: Άρτεμις Φλέσσα

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσική: Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης

Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης

Χορογραφία: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιάκωβος Μηνδρινός

Φωτογραφίες – video: Χρήστος Συμεωνίδης

Παραγωγή: «ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΗΣ»

 

Ερμηνείες: Γιάννης Νιάρρος, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Ηλίας Μουλάς, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Γιώργος Τζαβάρας, Γιώργος Μπουκαούρης, Θανάσης Δήμου

 

Από τα σημαντικά έργα (σατυρική κωμωδία) του σπουδαίου Ρώσου συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ, γραμμένο το 1842. Ένας επαγγελματίας χαρτοπαίκτης (Ιχάρεφ) φτάνει σε ένα επαρχιακό πανδοχείο, με σκοπό να κερδίσει  πολλά χρήματα. Βασίζεται στις σημαδεμένες τράπουλες που έχει μαζί του. Δωροδοκώντας τον υπηρέτη, παίρνει σημαντικές πληροφορίες και στη συνέχεια «συνεργάζεται» με δύο άλλους απατεώνες, χαρτοπαίκτες ενοίκους, με σκοπό να ξαφρίσουν έναν πλούσιο ηλικιωμένο γαιοκτήμονα (κύριος Γκλοβ). Ο Γκλοβ πρέπει να φύγει, για να παραστεί στον γάμο τής κόρης του. Έτσι, αφήνει πίσω τον γιο του, Αλέξανδρο, για να εισπράξει τα χρήματα ενός δανείου (200 χιλιάδες ρούβλια) που περιμένει από την τράπεζα. Ο Αλέξανδρος Γκλοβ ή Σάσα παρασύρεται στο παιχνίδι με τους τρεις αετονύχηδες και χάνει. Καθώς δεν έχει εισπράξει ακόμη τα χρήματα, τους δίνει ένα γραμμάτιο (200 χιλ. ρούβλια). Ένας υπάλληλος της τράπεζας τους ενημερώνει ότι η εξαργύρωση του γραμματίου θα αργήσει κάπως. Οι δύο συν-παίκτες τού Ιχάρεφ πρέπει να φύγουν αμέσως και χρειάζονται μετρητά, οπότε ο Ιχάρεφ προτείνει να τους δώσει 80 χιλ. ρούβλια και να κρατήσει το γραμμάτιο των 200 χιλιάδων. Μόλις οι πρώην συνεργοί του φεύγουν από την πόλη με τα χρήματά του, ο Ιχάρεφ μαθαίνει ότι ο Γκλοβ και ο υπάλληλος της τράπεζας ήταν συνεργοί τους σε ένα περίτεχνο κόλπο για να του πάρουν τα κέρδη. Συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να πάει στην αστυνομία καθώς ήταν συνένοχος σε στημένο χαρτοπαίγνιο και ξεσπάει κατά των απατεώνων.  Οι αποκαλύψεις, στο γεμάτο ανταγωνισμούς, συμμαχίες, εκπλήξεις και ανατροπές παιγνίδι, παίρνουν τη μορφή καταιγίδας.

Ο Γιώργος Κουτλής, αριστούχος τής Ρωσικής Ακαδημίας Θεατρικής Τέχνης, είχε «θεϊκή» έμπνευση, σκηνοθετώντας το έργο, το οποίο διάνθισε με ποικίλα στοιχεία, έχοντας κάνει και τη μετάφραση καθώς και τη διασκευή. Παρά τις παρεμβάσεις του, και αυτό είναι το αξιοθαύμαστο, το έργο τού Γκόγκολ ανέβηκε ακόμα πιο πάνω από την ήδη μεγάλη αξία του. Η δραματουργική επεξεργασία ανήκει στον Βασίλη Μαγουλιώτη, η μουσική, στον Αλέξανδρο Δράκο Κτιστάκη και οι φωτισμοί ήταν του Σάκη Μπιρμπίλη. Βοηθός σκηνοθέτη ο Ιάκωβος Μηνδρινός.

Μετά από δύο χρόνια επιτυχημένων παραστάσεων στο Θέατρο «Κιβωτός», όπου δεν γινόταν να βρεθεί εισιτήριο, «Οι παίκτες» σε καλοκαιρινή περιοδεία, με πρώτη στο Φεστιβάλ τής Περιφέρειας Αττικής, στο Αττικό Άλσος – Θέατρο Κατίνας Παξινού, όπου είχα τη μεγάλη χαρά να τους απολαύσω.

Στο πίσω μέρος τής σκηνής (σκηνικό η Άρτεμις Φλέσσα) μεγάλη υπήρχε μια εξέδρα,  όπου πάνω της δύο έξοχοι μουσικοί «εκτελούσαν» διάφορα μουσικά «κομμάτια». Στο κάτω επίπεδο διαδραματίζονται τα πιο απίθανα, να φτάνουν μέχρι τους θεατές. Η ιδιοφυία τού συγγραφέα συνάντησε μιαν άλλη ιδιοφυία, αυτήν τού Γιώργου Κουτλή, ο οποίος μετουσίωσε ένα κλασικό έργο σε αριστούργημα. Οι κινήσεις όλων των ηθοποιών παρέπεμπαν σε ερμηνείες από την ιταλική Κομέντια ντελ άρτε (Commedia dell’arte) μέχρι τις μοντέρνες μουσικοχορευτικές παραστάσεις, δημιουργώντας έναν φρενήρη ρυθμό, μέσα σε ένα πολύ «καυτό» τοπίο, όπου κυριαρχεί το γκροτέσκο. Οι χορευτικές φιγούρες των ηθοποιών, χορογραφημένες υπέροχα από τον Αλέξανδρο Βαρδαξόγλου, είχαν καταπληκτικό αποτέλεσμα, καθώς η εκφορά τού λόγου, σε συνδυασμό με την κίνηση, απογείωναν τις ερμηνείες. Τα καταπληκτικά κοστούμια τής Ιωάννας Τσάμη, εμπνευσμένα και από τη ρώσικη κουλτούρα τής εποχής, πρόσθεσαν τα μέγιστα στην ατμόσφαιρα του έργου και στο συνολικό θαυμαστό αποτέλεσμα. Η ζωντανή μουσική τού Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη πρωταγωνιστεί και αυτή επί σκηνής, και όλα έδεναν αρμονικά, σε συνδυασμό με τους φωτισμούς τού Σάκη Μπιρμπίλη.

 

Οι ηθοποιοί σε ρεσιτάλ ηθοποιίας. Έβλεπα και δεν πίστευαν τα μάτια μου. Ο Γιάννης Νιάρρος, αεικίνητος, σε όλη την διάρκεια της παράστασης, μας παρέσυρε και με τον παραληρηματικό λόγο του, μπολιασμένο και με ελληνικά στοιχεία. Ο Βασίλης Μαγουλιώτης και ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος τον πλαισίωναν με εξίσου εξαιρετικές ερμηνείες.  Ο Θέμης Πάνου και ο Ηλίας Μουλάς απογείωσαν την παράσταση, συνεπικουρούμενοι από τον Γιώργο Τζαβάρα και τους δύο μουσικούς.  

Τα λόγια μου είναι λίγα, για να περιγράψω το παρατεταμένο σκηνοθετικό κι ερμηνευτικό παραλήρημα, το αναγεννησιακής αισθητικής αυτό επίτευγμα. Οι θεατές δεν αντιλαμβάνονται (και αυτή είναι η μαγεία) αν πρόκειται για πραγματικότητα ή απάτη, ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα, στο ατέλειωτο αυτό παιχνίδι. Το κοινό καταχειροκρότησε όλους τους συντελεστές, στο τέλος της μαγικής αυτής παράστασης, συνοδεύοντας τα χειροκροτήματα με ζωηρές επευφημίες. Πολλά και θερμά συγχαρητήρια.

 

Τρίτη, 18 Ιουλίου 2023

 

«Θέατρο Αττικού Άλσους – Κατίνα Παξινού»

 

Νίκος Μπατσικανής, ποιητής, συγγραφέας, κριτικός Θεάτρου,

μέλος τής Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών   

 

 Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ, 1809 – 1852): Ρώσος θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος, γεννημένος σε τόπο τής σημερινής Ουκρανίας, μα της τότε τσαρικής Ρωσίας. Έγραψε πολλά διηγήματα, ένα (το κορυφαίο έργο του) μυθιστόρημα, τις Νεκρές ψυχές και θεατρικά έργα, από τα καλύτερα του παγκόσμιου δραματολογίου, όπως «Ο επιθεωρητής», καθώς και κάποια ποιήματα. Τα έργα του συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα της ρεαλιστικής ρωσικής λογοτεχνίας τού 19ου αιώνα και θεωρείται εφάμιλλος μεγάλων συγγραφέων όπως οι: Λέων Τολστόι, Ιβάν Τουργκένιεφ, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ο ποιητής Αλεξάντρ Πούσκιν.

Γεννήθηκε το 1809, στο κοζάκικο χωριό Σορότσινσκι της (τότε επαρχίας Πολτάβα) στην κεντρική Ουκρανία, (τότε Ρωσική Αυτοκρατορία) στο προγονικό υποστατικό τής οικογένειας Γκόγκολ – Γιαννόφσκι. Ήταν μοναχογιός γαιοκτήμονα, μέλους τής τοπικής αριστοκρατίας. Ο πατέρας του ασχολιόταν με το θέατρο ερασιτεχνικά, γράφοντας διάφορα εργάκια, που τα έπαιζαν στο αυτοσχέδιο θέατρο της οικογένειας. Σίγουρα, εδώ μπορούμε να βρούμε τις ρίζες τής λογοτεχνικής ενασχόλησης του Γκόγκολ καθώς και την αγάπη του για το Θέατρο. Από τη μητέρα του, πάλι, τη Μαρία Ιβάνοβνα Κοσιαρόφσκαγια, επίσης κοζάκικης καταγωγής και μέλος οικογένειας τοπικών αξιωματούχων, βαθιά θρησκευόμενη, σχεδόν θρησκόληπτη, φαίνεται να κληρονόμησε τον θρησκευτικό μυστικισμό, που τόσο τον ταλαιπώρησε τα τελευταία, κυρίως, χρόνια τής ζωής του.

Μετά το πέρας της βασικής ΤΟΥ εκπαίδευσης, ο Γκόγκολ, από τα 11 μέχρι και τα 19, (1820 – 1828) σπούδασε στο ανώτερο γυμνάσιο της πόλης Νιζίν τής σημερινής Ουκρανίας. Στο Γυμνάσιο είχε διακριθεί ως ηθοποιός, στις σχολικές παραστάσεις αλλά και ως μίμος, αφού μπορούσε να υποδυθεί, καταπληκτικά, διάφορους χαρακτηριστικούς τύπους. Αυτή η ικανότητα, όμως, δεν τον έκανε (όπως ίσως θα περίμενε κανείς) δημοφιλή. Αντιθέτως, ήταν απομονωμένος, και οι φίλοι του, ελάχιστοι. Το 1828, αφού τέλειωσε το Γυμνάσιο, μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη και αναζήτησε δουλειά στο «Αυτοκρατορικό Θέατρο του Χραποβίτσκι». Έδωσε εξετάσεις μπροστά στον διευθυντή τού θεάτρου τής πόλης, αλλά απορρίφθηκε. Μετά την απόρριψη εγκατέλειψε αυτό το όνειρο, πικραμένος.

Συγχρόνως, ασχολιόταν με τη Λογοτεχνία και δημοσίευσε, ανώνυμα, πρώτα ένα ποίημα με τον τίτλο «Ιταλία», που δεν το πρόσεξε κανείς, κι έπειτα, με το ψευδώνυμο Β. Αλώφ, ένα έμμετρο ειδύλλιο που είχε γράψει στα γυμνασιακά του χρόνια, το «Χανς Κιούχελγκάρντεν». Το ποίημα επικρίθηκε από μερικούς κριτικούς και ο Γκόγκολ μάζεψε όλα τα κυκλοφορούντα αντίτυπα και τα έκαψε. Ωστόσο, δεν απογοητεύτηκε τόσο, ώστε να σταματήσει κάθε ενασχόληση. Συνέχισε να δημοσιεύει, σποραδικά, κάποια διηγήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ, παράλληλα, βρήκε μια θέση γραμματέα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, εργασία από την οποία και ζούσε.

Το 1831 είναι η χρονιά που ο Γκόγκολ θα γνωρίσει την επιτυχία. Η δημοσίευση του πρώτου τόμου των διηγημάτων του, με τίτλο «Βραδιές στο μετόχι κοντά στη Ντινάνκα» ή «Βραδινές συντροφιές στο χωριό», θα τον κάνει γνωστό και αποδεκτό στον πνευματικό κόσμο τής χώρας. Θα προκαλέσει μέχρι και τα ευνοϊκότατα σχόλια του μεγάλου Πούσκιν αλλά και του κορυφαίου κριτικού τού καιρού του, του Βισαριόν Μπελίνσκι. Στα 23 του χρόνια, ο Γκόγκολ ήταν πλέον μια προσωπικότητα των ρωσικών γραμμάτων.

Το 1832 έγραψε και το πρώτο του θεατρικό έργο «Το παράσημο του Βλαδίμηρου Γ΄ τάξης», που δεν το ολοκλήρωσε, όμως, φοβούμενος ότι η λογοκρισία δεν θα του επέτρεπε να το ανεβάσει. (Την εποχή του τσάρου Νικόλαου του Α΄, εποχή κατά την οποία έζησε ο Γκόγκολ αλλά και ο Πούσκιν, η Αυτοκρατορική Επιτροπή Λογοκρισίας ήταν παντοδύναμη, και ήλεγχε όλη την πνευματική παραγωγή τής χώρας. Το 1833 αρχίζει να γράφει την κωμωδία του «Τα Παντρολογήματα», αλλά την αφήνει στη μέση, για να αφοσιωθεί στην επόμενη που σχεδίαζε, τον περίφημο «Επιθεωρητή».

Με τη βοήθεια των καινούριων φίλων του διορίζεται καθηγητής σε ένα παρθεναγωγείο, θέση που αφήνει το 1834, για να δουλέψει ως υφηγητής στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης, στο μάθημα της Μεσαιωνικής Ιστορίας. Όμως και αυτή η απασχόλησε δεν του ταίριαζε και παραιτήθηκε.

Το 1835 δημοσίευσε την επόμενη συλλογή διηγημάτων του, το «Μιργκορόντ» (Η πόλη τής ειρήνης), με θέματα από την αγαπημένη του γενέτειρα, από την οποία διάσημο θα γίνει το διήγημά του «Ταράς Μπούλμπα». Στη συλλογή «Αραβουργήματα» περιλαμβάνει άρθρα του για την Παιδαγωγική, τη Λογοτεχνία και την τέχνη, γενικώς, καθώς και νουβέλες από την καθημερινή ζωή τής Αγίας Πετρούπολης, μεταξύ των οποίων το επίσης διάσημο, «Ημερολόγιο ενός τρελού». Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του Μιργκορόντ τελείωσε τη συγγραφή τού θεατρικού έργου «Ο Επιθεωρητής», το οποίο πρωτοπαίχτηκε τον Απρίλιο του 1836. Το έργο τάραξε τα λιμνάζοντα νερά και της θεατρικής γραφής αλλά και της κοινωνίας. Διαφεύγοντας από τη λογοκρισία, η οποία θεωρώντας το έργο μια εύθυμη κωμωδία δεν κατάλαβε την πραγματική σημασία, σατιρίζει αμείλικτα όλη τη γραφειοκρατική δομή τής Αυτοκρατορίας. Μια πολεμική, όμως, ξεκίνησε εναντίον του από τους δημοσίους υπαλλήλους τής εποχής, που τον αναγκάζει να φύγει από τη Ρωσία, πικραμένος.

Πρώτος σταθμός του, η Ζυρίχη και μετά το Παρίσι. Εγκαθίσταται μόνιμα στη Ρώμη, και αρχίζει να γράφει τις «Νεκρές Ψυχές», ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα στην παγκόσμια Λογοτεχνία. Το βιβλίο αυτό είναι εμπνευσμένο από τη ζωή των δουλοπάροικων της εποχής του. Ύστερα από 3 μήνες αγώνα με την επιτροπή λογοκρισίας, το μυθιστόρημα δημοσιεύεται τον Μάιο του 1842. Ο επόμενος σεισμός που επιφύλαξε ο Γκόγκολ στον πνευματικό κόσμο τής χώρας του είχε γίνει. Το έργο έκανε τεράστια εντύπωση, συγκλόνισε ολόκληρη τη Ρωσία και όχι μόνο τον πνευματικό κόσμο. Δίχασε, ακόμα μια φορά, το κοινό (άλλοι το αγάπησαν, άλλοι το μίσησαν), και ο Γκόγκολ, που ίσως περίμενε πανεθνική ομόφωνη αναγνώριση, θα εγκαταλείψει και πάλι τη Ρωσία. Επέστρεψε στην αγαπημένη του Ρώμη. Τον ίδιο χρόνο θα τελειώσει το θεατρικό του έργο «Τα Παντρολογήματα» και το στέλνει να παρουσιαστεί στο θέατρο της Ρωσίας. Το έργο πρωτοπαίχτηκε τον Δεκέμβριο του 1842. Τελειώνει, επίσης, και την άλλη κωμωδία του, τους «Οι παίκτες», που την είχε αρχίσει το 1836. Το έργο ανέβηκε τον Φεβρουάριο του 1843.

Την ίδια χρονιά θα δημοσιεύσει και το διήγημά του, το περίφημο «Παλτό», ένα έργο που θα κάνει τεράστια εντύπωση στους συγχρόνους του και θα επηρεάσει και τους μεταγενέστερους. Χαρακτηριστική υπήρξε η φράση τού Ντοστογιέφσκι για το έργο αυτό: «Όλοι βγήκαμε από το Παλτό του Γκόγκολ».

Στη Ρώμη, η ζωή του δεν είναι καθόλου εύκολη. Η ψυχική αρρώστια που ο ίσκιος της απλωνόταν πάντα στη ζωή του, αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της πιο ευδιάκριτα. Νευρικοί πόνοι στο στομάχι τυραννούν το σώμα του, ενώ τύψεις τυραννούν την ψυχή του. Νιώθει ότι με τις Νεκρές Ψυχές αδίκησε τη Ρωσία, ότι δεν την αγαπάει όσο θα όφειλε, ότι της έκανε κακό και θέλει να επανορθώσει. Αποφασίζει να προσθέσει ακόμα δύο μέρη στο έργο, για να συμπληρώσει την πραγματική εικόνα τής χώρας. Θα ονομάσει το δεύτερο βιβλίο «Αφυπνιζόμενες Ψυχές» και το τρίτο, «Ξυπνημένες ψυχές». Αρχίζει την προσπάθεια, μα δεν είναι ευχαριστημένος από το γράψιμό του. Γράφει και σβήνει συνέχεια και μάλιστα καίει τα χειρόγραφά του δύο φορές: το 1843 και ύστερα το 1845.

Πιστεύει ότι δεν τα καταφέρνει επειδή είναι αμαρτωλός. Δεν μπορεί να αποδώσει στο χαρτί αυτό που σκέφτεται και νιώθει πως τον τιμωρεί ο Θεός. Η ψυχική αρρώστια έχει πλέον το πάνω χέρι. Η μόνη διέξοδος που βρίσκει, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά για όλη τη ρωσική κοινωνία, είναι το πισωγύρισμα, η επιστροφή στα πατροπαράδοτα θεμέλια της Ρωσίας: η απόλυτη υποταγή στον Τσάρο και στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Το 1847, μάλιστα, θα παρουσιάσει αυτές τις σκέψεις του, στο «Διαλεγμένα αποσπάσματα από γράμματα σε φίλους μου», όπου, υπό τη μορφή αλληλογραφίας (διαλόγου) μεταξύ φίλων, παρουσιάζει τα καινούρια «πιστεύω» του. Μόνο η διατήρηση της παλιάς κατάστασης είναι η λύση. Όλη η χώρα πρέπει να αφοσιωθεί στον Τσάρο και στην Ορθοδοξία. Κάθε νεωτερισμός είναι έργο τού Σατανά, ακόμα και η γνώση γραφής και ανάγνωσης κάνουν κακό στον αγνό Ρώσο χωριάτη. Το βιβλίο αυτό συγκλονίζει ακόμα μια φορά τη Ρωσία, για τους αντίθετους, ακριβώς λόγους, από τα προηγούμενα. Όλοι μένουν έκπληκτοι από τη στροφή του αυτή, του μέχρι τότε πρωτοπόρου συγγραφέα. Ο Γκόγκολ δεν μπορεί να ξαναβρεί τον παλιό εαυτό του.

Πηγαίνει για ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και τον Απρίλη του 1848 ξαναγυρίζει στη γενέτειρά του. Αφού επισκέπτεται το πατρικό του σπίτι, πάει στην Αγία Πετρούπολη και από εκεί στη Μόσχα, όπου θα εγκατασταθεί μόνιμα το φθινόπωρο του 1851. Θρησκομανής, πλέον, τη χαριστική βολή θα του τη δώσει η γνωριμία του, με τον πατέρα Ματβέι Κονσταντινόφσκυ, έναν αμόρφωτο καλόγερο, εξορκιστή δαιμονίων. Υπό την καθοδήγηση του πατέρα Ματβέι, και για να σώσει την ψυχή του, καίει τα χειρόγραφα του σχεδόν τελειωμένου δεύτερου τόμου, των Νεκρών Ψυχών, στις 24 Φεβρουαρίου τού 1852. Στο τέλος, (ως ένα είδος αυτοκτονίας) σταματάει να τρώει. Θα πεθάνει από ασιτία στις 4 Μαρτίου τού 1852, σε ηλικία μόλις 43 ετών. Ο συγγραφέας, που την κηδεία του θα παρακολουθήσει ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, θα ταφεί στο μοναστήρι «Ντανίλωφ», στα περίχωρα της Μόσχας. Όταν το 1931 η σοβιετική κυβέρνηση αποφασίζει να γκρεμίσει το μοναστήρι, τα οστά του μεταφέρθηκαν στον σημερινό τόπο ανάπαυσής του, στο νεκροταφείο «Νοβοντέβιτσι». Όμως, όταν ανοίχθηκε ο τάφος του, για τη μεταφορά, το πτώμα βρισκόταν ξαπλωμένο μπρούμυτα. Η υπόθεση ότι ο Γκόγκολ τάφηκε ενώ ήταν ακόμα ζωντανός κυριαρχεί μέχρι σήμερα.

 

Θεατρικά έργα:

1832: Παράσημο Βλαδιμήρου τρίτης τάξης (κωμωδία ημιτελής)

1835: Τα παντρολογήματα (σατιρική κωμωδία)         

1836: Οι παίκτες (σατιρική κωμωδία)

1836: Ο επιθεωρητής (σατιρική κωμωδία)         

1842: Έξοδος από το θέατρο μετά την παράσταση μιας κωμωδίας (μονόλογος)

 

Διηγήματα και νουβέλες:

1831: Βραδιές στο μετόχι κοντά στη Ντινάνκα, συλλογή τεσσάρων διηγημάτων, α’ τόμος:

Το πανηγύρι στο Σορότσινσκυ

Η νύχτα του Άι-Γιάννη

Νύχτα του Μάη

Το χαμένο γράμμα

         

1832: Βραδιές στο μετόχι κοντά στη Ντικάνκα, συλλογή τριών διηγημάτων, β΄ τόμος:

Νύχτα Χριστουγέννων             

Μια τρομερή εκδίκηση

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς Σιπόνκα και η θεία του

         

1835: Μιργκόροντ, συλλογή τριών διηγημάτων:

Οι γαιοκτήμονες του παλιού καιρού

Ταράς Μπούλμπα             

Ο καβγάς των δύο Ιβάν

 

 1835: Αραβουργήματα, συλλογή τριών διηγημάτων:

Το πορτραίτο

Το ημερολόγιο ενός τρελού             

Λεωφόρος Νιέφσκι          

1836: Η άμαξα

1842: Το παλτό

      

Μυθιστόρημα:

1842: Νεκρές ψυχές

         

Δοκίμια

1847: Διαλεγμένα αποσπάσματα από αλληλογραφία με φίλους

 Η εξομολόγηση του συγγραφέα

1851: Στοχασμοί πάνω στη Θεία Λειτουργία

 

Ποίηση

1829: Χανς Κιούχελγκάρντεν

«Βικιπαίδεια», απόσπασμα