Ευρωπαϊκή συναυλία της Φιλαρμονικής του Βερολίνου

67

Του Κυριάκου Π. Λουκάκου

      Η λέξη αναστολή μοιάζει να κυριαρχεί στην καθημερινότητα του ενδιάμεσου χρονικού  διαστήματος που διανύουμε. Όχι μόνο χαμηλού προφίλ εργασιακές σχέσεις, αλλά και σημαντικές διεθνείς σταδιοδρομίες μοιάζουν να επηρεάζονται από την υγειονομική αίρεση της νέας πραγματικότητας. Ποιος θα ανέμενε αίφνης ότι η πρώτη «Ευρωπαϊκή Συναυλία» της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου υπό τον νέο μουσικό διευθυντή της Kirill Petrenko, προορισμένη για το Τελ Αβίβ, θα δινόταν «κεκλεισμένων των θυρών» της πάτριας Φιλαρμονικής Αίθουσας, υπό άκρως περιορισμένη αριθμητική σύνθεση εθελοντών μουσικών που επελέγησαν με κλήρωση και υπέστησαν ενδελεχείς ελέγχους ανίχνευσης του ιού της πανδημίας.

Kirill Petrenko – Bild Monika Rittershaus

       Σε κάθε περίπτωση και ενισχυτικά προς την καλλιτεχνική του ακεραιότητα, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο Εβραϊκής καταγωγής Πετρένκο έχει να παρουσιάσει το δικό του βαρύ βιογραφικό οδοιπορικό  ως την κατάκτηση της διαδοχής του μακρόβιου Sir Simon Rattle   στο πηδάλιο της ιστορικής Ορχήστρας του Φούρτβαίγκλερ και του Κάραγιαν. Γεννημένος στο ρωσικό Όμσκ από μουσικολόγο μητέρα και βιολονίστα πατέρα, ξεριζωμένο μάλιστα από το αείποτε πολωνικό Λβόφ της (σημερινής) Ουκρανίας, ο 48χρονος μετανάστευσε οικογενειακώς, στα 18 του χρόνια, στην Αυστρία, όπου και έλαβε τη θεσμική μουσική του εκπαίδευση, συναριθμώντας στους δασκάλους του προσωπικότητες της μπαγκέτας όπως τον (αγαπητό και εν Ελλάδι) Ούρος Λάγιοβιτς, τον Μυούνγκ Βουν Τσουνγκ, τον Σερ Έντουαρντ Ντάουνς, τον Φέρντιναντ Λάιτνερ, τον Πέτερ Έτβες και τον Σέμυον Μπύτσκοφ. Ερμηνευτής που κινείται με την ίδια ανατομική αλλά και ενδοσκοπική άνεση τόσο στην όπερα όσο και στη συμφωνική μουσική, απόλυτη και προγραμματική, ο Πετρένκο σαγηνεύει μουσικούς και κοινό με μιαν ενημερωμένη, μυστικιστική και  παθιασμένη εμμονή ακρίβειας στην ανάγνωση της παρτιτούρας  που σπανίως αφήνει χώρο σε εκφραστική ξηρότητα.

         Αυτές και άλλες αρετές του είναι προφανές ότι αδημονούσε να ευαγγελισθεί σε κάποιον ευρωπαϊκό προορισμό από εκείνους που τιμά με την παρουσία της για 3 περίπου δεκαετίες (από το 1991) κάθε Πρωτομαγιά η  Φιλαρμονική ως φόρο τιμής στην κοινή ιδέα της ενωμένης Ευρώπης. Θυμίζουμε μόνον ότι δυο φορές έχει ήδη φιλοξενηθεί το γεγονός στην Αθήνα και μια στην Πάφο. Οι εικόνες από εκείνες τις περιστάσεις πλαισίωναν τη ζοφερή -λόγω της έλλειψης κοινού- απευθείας τηλεοπτική αναμετάδοση σε 80 χώρες, όχι όμως αυτή τη φορά (γιατί άραγε;) και στην Ελλάδα. Έτσι οι Έλληνες τηλεθεατές στερήθηκαν τόσο την πολύτιμη κοινή εμπειρία ενός σφαιρικά μείζονος πανευρωπαϊκού γεγονότος, προσωποποιημένη στην τρωτή μοναξιά του Γερμανού προέδρου της Δημοκρατίας κατά το σύντομο αλλά περιεκτικό και σεμνό διάγγελμά του, όσο και το εν γένει άγγιγμα των καιρών που σφράγισε την επιλογή και την ερμηνεία ενός συνεκτικού και ενδιαφέροντος μουσικού προγράμματος.    

        Η διαδοχή των τίτλων σηματοδότησε αισθητικές, γεωγραφικές και ιδεολογικές κατευθύνσεις του σχηματισμού και του ηγέτη του που εντοπίζονται στον 20ο  αιώνα. Τους υποβλητικής περισυλλογής «Fratres» (1977) του Εσθονού  Arvo Pärt διαδέχθηκαν οι ατμοσφαιρικές «Ramifications» (1968-69) του Ουγγρικής καταγωγής György Ligeti, ενώ το κινηματογραφικής αναγνωρισιμότητας «Αντάτζιο για έγχορδα» (1936) του Samuel Barber, που ολοκλήρωσε το α’ μέρος της συναυλίας, προετοίμασε το έδαφος για την 4η συμφωνία (1892 – 1900/1901) του Gustav Mahler στη μεταγραφή δωματίου (1921) από τον μαθητή του Σαίνμπεργκ Erwin Stein.  Με αρωγό τη στιλπνή εκφορά της υψιφώνου Christiane Karg στην ακροτελεύτια «Επουράνια ζωή», ο Πετρένκο φώτισε διεισδυτικά (πρβλ. το σπάνιας έλλαμψης «ruhevoll») την πιο εσωτερική από τις συμφωνίες του Μάλερ και σε αυτή τη μορφή της ολιγομελούς της στελέχωσης. Ένα ιδιαιτέρως συγκινητικό καλλιτεχνικό γεγονός!