Ηλέκτρα του Στράους στη νέα Λυρική

97

του Κυριάκου Π. Λουκάκου

         Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, που καθιστούν την «Ηλέκτρα» του Ρίχαρντ Στράους ακατάλληλη ως εναρκτήρια φιλοξενίας Θεάτρου Όπερας σε νέο χώρο, δηλαδή ως ολιγάνθρωπο έργο ελληνικής θεματικής, είχε επιλεγεί η συγκεκριμένη όπερα από το Μέγαρο Μουσικής, που δεν διέθετε ίδιες καλλιτεχνικές δυνάμεις, για την πρώτη, την «πειραματική», καλλιτεχνική του περίοδο 1991-2. Η συνεκτική παραγωγή του Κλάους Χέλμουτ Ντρέζε, με τη Φιλαρμονική της Δρέσδης υπό τον Ραλφ Βάικερτ, συναριθμούσε τότε την πανίσχυρη Κλυταιμνήστρα της βαγκνεριέν Έβα Ράντοβα, την οικεία μας από την Όπερα της Κολωνίας Χρυσόθεμι της Ναντίν Σεκούντε (με σαρωτική Ηλέκτρα στις όχθες του Ρήνου τη Γκουήνεθ Τζόουνς) και, ως επώνυμη πρωταγωνίστρια, τη Χίλντεγκαρντ Μπέρενς, που ο ίδιος ο Κάραγιαν είχε εκτοξεύσει στη δόξα μέσω μιας ιστορικής «Σαλώμη» στο Ζάλτσμπουργκ. 15 χρόνια αργότερα, στα 2007, η Σεκούντε προήχθη σε «Ηλέκτρα» με αμφίβολο ερμηνευτικό και φωνητικό αποτύπωμα, ιδίως απέναντι στη χαρισματική Κλυταιμνήστρα μιας Αγνής Μπάλτσα, παρεμπιπτόντως την Ηρωδιάδα της Μπέρενς στις παραστάσεις του Ζάλτσμπουργκ,  αλλά και σε αντίστιξη προς την εκφραστικής θηλυκότητας Χρυσόθεμι της Ίνγκα Νίλζεν, πρώην Αυτοκράτειρας και Σαλώμης στο Μέγαρο και -αλλοίμονο- ελάχιστους μήνες πριν από τον αδόκητο θάνατό της.

Για μια σειρά από εύλογες αιτίες η εφετινή πρώτη (;) παραγωγή της «Ηλέκτρας» από την Εθνική Λυρική Σκηνή δεν απείλησε το συνολικό επίπεδο όσων προαναφέραμε. Διστάζουμε επίσης να την αποκαλέσουμε νέα, με δεδομένο ότι ο διεθνώς ανεγνωρισμένος σκηνογράφος και σκηνοθέτης Γιάννης Κόκκος υπέγραψε, ήδη από το 1986, παραστάσεις για το Μεγάλο Θέατρο της Γενεύης και την Όπερα του Σαν Φρανσίσκο. Χωρίς ουσιώδεις ενστάσεις για το για το αισθαντικά φωτισμένο από τον Vinicio Cheli σκηνικό, με τον εκτεθειμένο ως σφάγιο Αγαμέμνονα (;) και μια προφανώς μοιραία για τα βασιλικά πρόσωπα «κλίμακα της ιστορίας», δεν αποφύγαμε, μολαταύτα, μιαν αίσθηση ελλιπούς υπαγόρευσης της σκηνοθεσίας από τη μουσική: χαρακτηριστικά και αντί άλλου παραδείγματος στο ιντερλούδιο που οδηγεί στην εμφάνιση της Κλυταιμνήστρας. Ούτε το τελετουργικό ταμπλώ βιβάν της θυσίας στο βάθος της σκηνής ούτε το άνευρο πέρα – δώθε προσώπων αντανακλούσαν στο ελάχιστο μια μουσική υπόκρουση που παρέπεμπε σχεδόν προφητικά στον βαρβαρικό πρωτογονισμό της ελάχιστα μεταγενέστερης «Ιεροτελεστίας της Άνοιξης» του Στραβίνσκυ!

Από την άλλη πλευρά, η αξιέπαινη προσπάθεια της Ορχήστρας της ΕΛΣ δεν κατέστη δυνατόν να αποκρύψει ένα ανθεκτικό έλλειμμα κλάσης της γι’ αυτή τη μουσική. Λόγος όχι για απογοήτευση φυσικά, αλλά για εντατικότερη ενασχόληση με το γερμανικό δραματολόγιο ως βασικό πυλώνα ρεπερτορίου μέσω της αναβίωσης μελοδραμάτων που προηγήθηκαν εκείνων του Βάγκνερ και του Στράους. Ο αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος, προσεκτικός και ευήκοος σε λεπτομέρειες της ενορχήστρωσης, παρέμεινε όμως  υποτονικά αφηγηματικός, ακόμη και σε σκηνές που βοούν για αδρεναλίνη ή και υστερία, σαν την εναρκτήρια με τις θεραπαινίδες, παρεμπιπτόντως πραγματικό προσκλητήριο κυριών – μονωδών του Ελλαδικού χώρου (Ινές Ζήκου, Σοφία Κυανίδου, Μαρία Μητσοπούλου, Άρτεμις Μπόγρη, Μαρισία ΠαπαλεξίουΧρυσάνθη Σπιτάδη).

Η Ηλέκτρα της Γερμανίδας υψιφώνου Sabine Hogrefe, καίτοι φωνητικά αξιοπρεπής, απέτυχε να κυριαρχήσει στη σκηνή, όπως ο ρόλος απαιτεί, τουλάχιστον μέχρι την αναγνώριση του Ορέστη, όπου η μουσική και θεατρική υποκριτική της βρήκε επιτέλους το μέτρο και το στόχο της. Ο σφαιρικά ευσταλής βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός περιέβαλε τον εκδικητή Ατρείδη με το αριστοκρατικό κύρος που υπαγορεύει η μουσική του, αν και ιδεωδώς το μέρος ανήκει σε βαθύτερη φωνή από τη δική του. Ένα μοχθηρό και θρασύδειλο Αίγισθο σκιαγράφησε ο Ολλανδός τενόρος Frank van Aken. Με δάφνες ήδη ως Σαλώμη, η επίσης Γερμανίδα  υψίφωνος GunBrit Barkmin ενσάρκωσε μια Χρυσόθεμι με όλο τον ορμονικό οίστρο της νέας γυναίκας που ξεχειλίζει από τα λόγια του χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση πάντως και πέραν του αυτοτελούς δέους αντιπαράστασης με ένα ζωντανό μύθο, τις πλέον ισχυρές εντυπώσεις απέσπασε η Αγνή Μπάλτσα ως Κλυταιμνήστρα. Αξιοποιώντας  ένα Sprechgesang απαράλλαχτης ηχοχρωματικής ταυτότητας και παροιμιώδους άρθρωσης, η ντίβα απέφυγε υπερβολές εκχυδαϊσμού και παρουσίασε μια πραγματική Βασίλισσα, με απωθημένη αλλά ζωντανή τη σπίθα του μητρικού φίλτρου, εναλλάξ  τρωτή κι αποφασισμένη, εν τέλει την τραγική και περίπλοκη Γυναίκα, στη δίνη ενός -φευ- αεί επίκαιρου πεπρωμένου…