του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Προσμονή ζωής για λίγο γέλιο…
Φάλσταφ τού Βέρντι από την Εθνική Λυρική Σκηνή
Η θρησκευτικότητα τού Βέρντι αντιμετωπίζεται ενίοτε μέσα από στερεότυπα, παρακάμπτοντας τη χρονική, κοινωνική και φιλοσοφική βίωσή της από το ιστορικό πρόσωπο. Έτσι, ο «άθεος» μουσουργός συνθέτει ένα «Ρέκβιεμ», που, ως προϊόν θεολογικής ακηδίας, χρεώνεται μελοδραματική μεγαλοστομία. Απλοποιητικά προεξοφλείται και η σχέση του με το ιλαρό genre, αν αναλογισθεί κανείς ότι εγκαινίασε και ολοκλήρωσε την μακρά του πορεία με αυτό το είδος, που έμοιαζε να τον φοβίζει έναντι του Ροσσίνι και του Ντονιτζέττι. Η επιστροφή του στην κωμωδία όμως μπορεί να ερχόταν νωρίτερα, αν είχε αποφύγει, στην αρχή τής καθιέρωσής του, την τραγωδία απώλειας συζύγου και τέκνων, καθοριστική για την αγνωστικιστική εξέλιξη τής εσωτερικής, τής «μυστικής» ζωής του. Διόλου τυχαία λοιπόν ο ίδιος αναγνώριζε στον εαυτό του, λίγο μετά την πρεμιέρα τού «Οθέλλου» και «μετά από τη σφαγή τόσων ηρώων και ηρωίδων, το δικαίωμα για λίγο γέλιο». Όντως «λίγο», αφού η μελοποίηση για τις σαιξπηρικές «Εύθυμες Κυράδες τού Ουίνδσορ» όχι μόνον εμπλούτισε καθοριστικά τον επώνυμο χαρακτήρα τού δικού του «Φάλσταφ» με μέρη που τον αφορούσαν από τον «Ερρίκο Δ’», αλλά και είχε εξαρχής αποβλέψει στην κατάληξη τού κύκνειου αυτού άσματος με μιαν ανατρεπτικής σύλληψης φούγκα θυμοσοφίας γύρω από τη ζωή ως … «φάρσα»!
Γραμμένος σε ιδίωμα αρκετά προωθημένο για τον ανυποψίαστο ακροατή τών προ «Οθέλλου» έργων, ο «Φάλσταφ» ευτύχησε τόσο με αυθεντικές παραστάσεις και λήψεις (από τις προκατακλυσμιαίες χαράξεις πρώτων διδαξάντων σε ρόλους έως τον Αρτούρο Τοσκανίνι), όσο και με αξιομνημόνευτες αναβιώσεις επί Ελληνικού εδάφους, όπως οι αλλεπάλληλες παραγωγές τού Σπύρου Ευαγγελάτου, εκ των ελαχίστων που μετακλήθηκαν στο εξωτερικό. Ευτυχώς και η νέα παραγωγή τής ΕΛΣ, σε σκηνοθεσία τού Steven Langridge, σκηνικά και κοστούμια τού Γιώργου Σουγλίδη και φωτισμούς τού Peter Mumford, διαχειρίζεται το έργο με αξιώσεις στυλιζαρισμένης, Βρετανικής αισθητικής, μεταφυτευμένης από την εποχή τού Ερρίκου Δ’ (1399-1413) σε εκείνη τού Εδουάρδου Η’ (1936). Η τελευταία παράσταση τού κύκλου, τής 10ης Φεβρουαρίου, κύλισε με προσεκτική αλλά συνεκτική συνεργασία μονωδών και χορωδών υπό την ελλιπούς αιχμής, μολαταύτα ασφαλή διεύθυνση τού διεθνούς εμπειρίας αρχιμουσικού Pier Giorgio Morandi.
Κυρίαρχος στα μέτρα τού ρόλου, φωνητικά και υποκριτικά, αναδείχθηκε ο γοητευτικός επώνυμος χαρακτήρας τού Δημήτρη Πλατανιά, που δικαίως αποθεώθηκε από το κοινό στην αυλαία του. Πλάι του ο Βασίλης Καβάγιας, τενόρος πλασμένος για τον Φέντον με το ευγενές μέταλλο και τη νεανική δροσιά του, ο πλούσιος σε αποχρώσεις Φορντ τού Τάση Χριστογιαννόπουλου, ο σφαιρικά άρτιος Δρ. Κάγιους τού Νίκου Στεφάνου, το καλοδουλεμένο δίδυμο Γιάννη Καλύβα και Γιάννη Γιαννίση ως Μπαρντόλφο και Πιστόλα. Η γυναικεία πτέρυγα υπήρξε ομοιογενής και αρκούντως διαδραστική, αλλά συνολικά λιγότερο σπινθηροβόλα, με την Celia Costea ως (υπερβολικά;) ισχυρή Αλίτσε Φορντ, την Μαριλένα Στριφτόμπολα ως μουσική, κάπως ανέκφραστη Ναννέτα, την Άννα Αγάθωνος ως υποκριτικά κινητική, αλλά περιορισμένης χαμηλής περιοχής κυρία Κουίκλυ και την Χρυσάνθη Σπιτάδη ως διεκπεραιωτική Μεγκ. Παράσταση ομάδας με μειδίαμα τού Βέρντι!